χαρτόδετος

χαρτόδετος
-η, -ο, Ν
(για έντυπο) βιβλιοδετημένος με χαρτί, αυτός που έχει εξώφυλλα από απλό χαρτί ή χαρτόνι και όχι επενδεδυμένα με ειδικό ύφασμα, πλαστικό υλικό ή και δέρμα, σε αντιδιαστολή προς τον πανόδετο ή δερματόδετο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + -δετος (< δένω), πρβλ. δερματό-δετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαρτόδετος — η, ο χαρτοδεμένος, βιβλίο δεμένο με χαρτί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”